ἑκατονταπλασίων

ἑκατονταπλασίων
ἑκατονταπλασίων, ον (ἑκατόν ±πλασιών) a hundred times as much, a hundredfold (X., Oec. 2, 3; 2 Km 24:3; GrBar 15:2.—Neut. pl. as adv. Strabo 3, 1, 5) Lk 8:8. ἑκατονταπλασίονα λαμβάνειν (Georg. Mon. 678, 60 ἔλαβον τὸ χρέος ἑκατονταπλασίονα) Mt 19:29; Mk 10:30; Lk 18:30 v.l. (s. JLebreton, RSR 20, 1930, 42–44).—S. DELG s.v. -πλάσιος.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἑκατονταπλασίων — ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut gen pl ἑκατονταπλασίων a hundred times as much masc/fem nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταπλασίον — ἑκατονταπλασίων a hundred times as much masc/fem voc comp sg ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταπλασίονα — ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut nom/voc/acc comp pl ἑκατονταπλασίων a hundred times as much masc/fem acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταπλασιόνων — ἑκατονταπλασίων a hundred times as much gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταπλασίονας — ἑκατονταπλασίων a hundred times as much masc/fem acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκατονταπλασίω — ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἑκατονταπλάσιος masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut acc comp pl ἑκατονταπλασίων a hundred times as much neut nom comp pl ἑκατονταπλασίων a hundred times… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • сторица — [обычно в выражении: сторицей (получить, воздать)], др. русск., ст. слав. съторица ἑκατονταπλασίων (Мар., Зогр.). Образовано от сто (см.); ср. Дильс, Aksl. Gr. 220 и сл.; Бругман, Grdr. 2, 2, 77. Относительно форманта ср. лит. šimteriopas ста… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μυριονταπλασίων — μυριονταπλασίων, ον (Α) 1. μυριονταπλάσιος*, δέκα χιλιάδες φορές μεγαλύτερος από κάποιον 2. ασύγκριτα μεγαλύτερος από κάποιον. επίρρ... μυριονταπλασίως (Α) μυριοπλασίως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριονταπλάσιος + κατάλ. ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)] …   Dictionary of Greek

  • μυριοπλασίων — μυριοπλασίων, ον (ΑΜ) ο άπειρες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον αρχ. αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές τόσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοπλάσιος + κατάλ. ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”